ἡμιδακτύλιον

ἡμιδακτύλιον
ἡμιδακτύλιον
half-finger's breadth
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ημιδακτύλιον — ἡμιδακτύλιον, τὸ (Α) επιγρ. μισός δάκτυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + δακτύλ ιον] …   Dictionary of Greek

  • ἡμιδακτυλίου — ἡμιδακτύλιον half finger s breadth neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιδακτυλίων — ἡμιδακτύλιον half finger s breadth neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

  • πενθημιδακτύλιος — ον, Α αυτός που έχει πλάτος ίσο με δυόμισυ δακτύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + ἡμιδακτύλιον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”